- εὐθυδικία
- εὐθυδικίᾱ , εὐθυδικίαdirect trialfem nom/voc/acc dualεὐθυδικίᾱ , εὐθυδικίαdirect trialfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐθυδικίᾳ — εὐθυδικίαι , εὐθυδικία direct trial fem nom/voc pl εὐθυδικίᾱͅ , εὐθυδικία direct trial fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυδικία — η (ΑΜ εὐθυδικία) [ευθύδικος] κρίση με ευθύτητα, δίκαιη κρίση ή απόφαση αρχ. η άμεση δίκη επί τής ουσίας τής υποθέσεως χωρίς τη χρήση τεχνικών εμποδίων ή δυσκολιών … Dictionary of Greek
εὐθυδικίας — εὐθυδικίᾱς , εὐθυδικία direct trial fem acc pl εὐθυδικίᾱς , εὐθυδικία direct trial fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυδικίαι — εὐθυδικία direct trial fem nom/voc pl εὐθυδικίᾱͅ , εὐθυδικία direct trial fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυδικίαν — εὐθυδικίᾱν , εὐθυδικία direct trial fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυδικίαις — εὐθυδικία direct trial fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθύδικος — η, ο (ΑΜ εὐθύδικος, ον) αυτός που κρίνει σωστά, αυτός που δικάζει δίκαια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθύδικον η ευθυδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + δικος < δίκη (πρβλ. ά δικος, κατά δικος)] … Dictionary of Greek